δύσχορτος

From LSJ
Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσχορτος Medium diacritics: δύσχορτος Low diacritics: δύσχορτος Capitals: ΔΥΣΧΟΡΤΟΣ
Transliteration A: dýschortos Transliteration B: dyschortos Transliteration C: dyschortos Beta Code: du/sxortos

English (LSJ)

ον,

   A with little grass or food, δ. οἶκοι inhospitable dwellings, E.IT219 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 691] ohne Futter, unwirthlich, οἶκοι Eur. I. T. 208.

Greek (Liddell-Scott)

δύσχορτος: -ον, ὀλίγον χόρτον, ὀλίγην τροφὴν ἔχων, δ. οἶκος, κατοικία ἄξενος, Εὐρ. Ι. Τ. 219.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui manque de fourrage, stérile, pauvre.
Étymologie: δυσ-, χόρτος.

Spanish (DGE)

-ον de malos pastos δυσχόρτους οἴκους ναίω E.IT 219.

Greek Monolingual

δύσχορτος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει λίγο χόρτο, λίγη τροφή.

Greek Monotonic

δύσχορτος: -ον, αυτός που έχει λιγοστό χορτάρι, ανεπαρκής για τροφή, σε Ευρ.