Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
-ή, -ό, Ν1. συγχωριανός, συντοπίτης2. χωριάτης, χωρικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριό + κατάλ. -ανός (πρβλ. αδει-ανός, φαγ-ανός)].