ψιμυθίζω
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
A = ψιμυθιόω, paint with white lead, Zonar.
German (Pape)
[Seite 1400] = ψιμυθόω, ψιμυθιόω, mit Bleiweiß schminken.
Greek (Liddell-Scott)
ψιμῠθίζω: μελλ. Ἀττ. -ιῶ, = ψιμυθιόω, διὰ ψιμυθίου καλλωπίζω, «φυκιασιδώνω», Ζωναρ. Λεξ. σ. 1874.