ωκύς

From LSJ
Revision as of 15:46, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

-εῑα, -ύ, ΜΑ, θηλ. και ὠκύς Μ
(ιδίως ως προσωνυμία του Αχιλλέως) ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος («τοῑσι δ' ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για πτηνό) ταχύπτερος
2. (για πλοίο) ταχύπλοος
3. (για βέλος) ὠκύπορος
4. οξύς («ὠκὺ νόημα», Ύμν. Ερμ.)
5. αυτός που τελείται γρήγορα
6. καυστικός («ἀκτὶς ὠκέος ἠελίου», Ανθ. Παλ.)
7. διαπεραστικός
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκύ
α) η ταχύτητα
β) η οξύτητα.
επίρρ...
ὠκέως Α
με ταχύτητα, γρήγορα («χερσὶ καθέλεν.. ὠκέως», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὠκύς ανάγεται σε ΙΕ τ. ōku-s και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. āšu- και αβεστ. āsu-, ενώ ο υπερθ. του επιθ. ὤκιστος αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. āšis tha και αβεστ. āsišta-. Ο λατ., εξάλλου, τ. του συγκριτικού ōcior αντιστοιχεί με τον ανώμαλο τ. συγκριτικού ὠκίων, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον ομαλό τ. ὠκύτερος. Έχει υποστηριχθεί, τέλος, η σύνδεση της οικογένειας του ὠκύς «ταχύς, γρήγορος» αλλά και «οξύς» με τη ρίζα ak- «οξύς αιχμηρός» (πρβλ. λατ. accipiter «ταχύπτερος»), βλ. και λ. οξύς].