άγαμαι

From LSJ
Revision as of 21:46, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

ἄγαμαι (Α)
1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ
2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα
3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από την ίδια ρίζα με το ἀγα-.
ΠΑΡ. ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι.