ερείπω

From LSJ
Revision as of 15:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

ἐρείπω (Α)
1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζωἐρέριπτο δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν» — γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.)
2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» — κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος, Σοφ.)
3. πέφτω, ρίχνομαι πάνω σε κάποιον («τῶν προτεταγμένων δυνάμεων ἐρειπομένων εἰς αὐτόν», Πλούτ.)
4. (στον αόρ. β’) ἤριπον
καταπίπτω, πέφτω νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ε- προθεματικό + θ. ρειπ- που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα rei- «σχίζω, κόβω» με παρέκταση -ρ- (βλ. και λ. ερείκω). Στο θ. ρειπ- αντιστοιχούν το νορβ. ρ. rīfa «καταστρέφω» και το λατ. ρηματικό παράγωγο rīpa «όχθη». Συνδέεται επίσης με τα εκτεταμένης βαθμίδας παράγωγα νορβ. rīp «άνω κράσπεδο βάρκας», γερμ. διαλ. rip(e) «όχθη» και μσν. άνω γερμ. rif «όχθη». Ως α’ συνθετικό απαντά μόνο στα αρχ. ερειψι-πύλᾶς, ερειψίτοιχος του τύπου βροντησικέραυνος. Εν συνθέσει με προθέσεις μαρτυρούνται μόνο οι μέλλοντες αρχ. εξερείψω, κατερείψω.
ΠΑΡ. ερείπιο
αρχ.
ερείπιος, ερείψιμος, έρειψις, ερίπναι.