ἐφοδευτικῶς
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Adv.
A by tracing an argument, advancing to a conclusion, S.E. M.8.308, P.2.142.
German (Pape)
[Seite 1121] bei Sext. Emp. adv. math. 8, 307, οὐ μόνον ἐφοδ., ἀλλὰ καὶ ἐκκαλυπτικῶς ἄγουσιν ἡμᾶς ἐπὶ τὸ συμπέρασμα, nicht auf künstliche, versteckte Weise. Vgl. ἔφοδος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφοδευτικῶς: ἐπιτροχάδην, ὡς ἐν παρόδῳ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 308.
Greek Monolingual
ἐφοδευτικώς (Α)
επίρρ. επιτροχάδην, ως εν παρόδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο εφοδευτικός (< εφοδευτής)].
Russian (Dvoretsky)
ἐφοδευτικῶς: путем умозаключения, в порядке вывода Sext.