αιμομικτικός
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
-ή, -ό και αιμομεικτικός αιμομίκτης
ο σχετικός με την αιμομιξία.
Translations
incestuous
Belarusian: кровазмяшальны; Catalan: incestuós; Czech: krvesmilný; Dutch: incestueus; Finnish: sukurutsainen; French: incestueux; German: inzestuös; Greek: αιμομικτικός; Ancient Greek: αἱμομίκτης, ἔναιμος, μητροκοίτης; Hungarian: vérfertőző; Italian: incestuoso, incestuale; Latin: incestus; Manx: croiaghtagh; Polish: kazirodczy; Portuguese: incestuoso; Russian: кровосмесительный, инцестуозный; Spanish: incestuoso; Ukrainian: кровозмі́сний; Welsh: llosgachol