ακαμάτευτος

From LSJ
Revision as of 10:55, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο καματεύω
1. (αγρός) που δεν έχει ακόμη οργωθεί
2. (μαλλί ή φυτική ύλη) άκλωστος, ακατέργαστος
3. (ζώο) που δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί, άστρωτο, πολύ νέο.———————— (II)
-η, -ο
(για αμπέλι) που δεν έχει ακαμάτες, δηλ. βλαστούς χωρίς σταφύλια, που οι βλαστοί του είναι σταφυλοφόροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + ακαμάτης
αναλογικός σχηματισμός κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε -εύω
πρβλ. βασιλεύω-αβασίλευτος, νοθεύω-ανόθευτος κ.τ.ό.].