ἐφοδευτής
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who goes the rounds: spy, Aq.Ge.42.9.
German (Pape)
[Seite 1121] ὁ, der herumgeht u. ausspäht, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφοδευτής: -οῦ, ὁ περιερχόμενος πρὸς ἐξέτασιν: - κατάκοπος, Ἀκύλας ἐν Γενέσ. ΜΒ΄, 9.
Greek Monolingual
ο (Α ἐφοδευτής) εφοδεύω
ο αξιωματικός που κάνει έφοδο για έλεγχο, για επιθεώρηση τών φρουρών.