ιώδης

From LSJ
Revision as of 13:55, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

(I)
-ες (Α ἰῶδης, -ες) ίον
1. αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ιόχρους, μενεξεδής
2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες
α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη του ερυθρού και του κυανού, ως οπτικών αισθημάτων
β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με φαρμακευτικές ιδιότητες (α. «κρυσταλλικό ιώδες» β. «ιώδες της γεντιανής»).
(II)
-ες (Α ἰώδης, -ες) [ιός IV]
1. σκουριασμένος
2. δηλητηριώδης
3. (μτφ., για πρόσ.) φαρμακερός, κακεντρεχής
αρχ.
πικρός, στυφός, δριμύς.