ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
ἰσοτριβής, -ές (Α)
αυτός που πιέζει εξίσου τα καθίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. μεσο-τριβής, νεο-τριβής].