ισχνομυθία
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
ἰσχνομυθία, ή (ΑΜ)
1. η λεπτότητα και καθαρότητα τών επιχειρημάτων
2. ελάττωμα στην ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -μυθία (< -μυθος < μύθος), πρβλ. ακριτο-μυθία, στιχο-μυθία].