καταβρόχω
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. opt. ao. καταβρόξειε;
avaler, engloutir.
Étymologie: κατά, *βρόχω.
Greek Monolingual
καταβρόχω (Α) καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + το αμάρτυρο στον ενεστ. ρ. βρόχω του οποίου μαρτυρείται μόνο ο αόρ. ἔ-βροξ-α καθώς και αοριστικοί τ. άλλων εγκλίσεων σε σύνθ. ή γλώσσες του Ησυχίου. Βλ. και λ. βρόχθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βρόχω alleen aor. opt. καταβρόξειε, opdrinken:. ὃς τὸ καταβρόξειεν wie dat (drankje) opdrinkt Od. 4.222.