κομματίας

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομμᾰτίας Medium diacritics: κομματίας Low diacritics: κομματίας Capitals: ΚΟΜΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: kommatías Transliteration B: kommatias Transliteration C: kommatias Beta Code: kommati/as

English (LSJ)

ου, ὁ, (

   A κόμμα 11.3) one who speaks in short clauses, Philostr.VS2.29.

German (Pape)

[Seite 1478] ὁ, der viele Absätze, Einschnitte in der Rede macht, σοφιστής Philostr. soph. 2, 29.

Greek (Liddell-Scott)

κομμᾰτίας: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ μεταχειριζόμενος βραχείας προτάσεις, Φιλόστρ. 621.

Greek Monolingual

κομματίας, ὁ (Α)
αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις κατά την ομιλία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, -ατος «μικρό μέρος περιόδου, κώλον» + επίθημα -ίας (πρβλ. δογματ-ίας, τραυματ-ίας)].