κοσκινοράφος

From LSJ
Revision as of 15:15, 30 September 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ὁ</b>" to "ᾰ], ὁ")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνοράφος Medium diacritics: κοσκινοράφος Low diacritics: κοσκινοράφος Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΡΑΦΟΣ
Transliteration A: koskinoráphos Transliteration B: koskinoraphos Transliteration C: koskinorafos Beta Code: koskinora/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A one who sews (leather) sieves, PTeb.540 (ii A. D.).

Greek Monolingual

κοσκινοράφος, ὁ (Α)
αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή δέρμα στη στεφάνη του κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, μηχανο-ρράφος].