κουρίζω

Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

(A), (κοῦρος A) intr.,

   A to be a youth, σάκος... ὃ κουρίζων φορέεσκε Od.22.185, cf. A.R.1.195; to be a girl, Id.3.666; παῖς ἔτι -ίζουσα Call.Dian.5, cf. Arat.32.    2 cry like a babe, Call.Jov. 54.    3 of dolphins, κ. ἑὸν σθένος attain the strength of youth, Opp. H.1.664.    II trans., bring up from boyhood or to manhood, ἄνδρας Hes.Th.347.    III κουρίζεσθαι· ὑμεναιοῦσθαι, Hsch.
κουρ-ίζω (B), (κείρω, κουρά)

   A clip, shear, aor. 1 κούριξαν· ἀπεκειραν, Id.:—Pass., κυπάρισσος ἡ κουριζομένη which sprouts when clipped, Thphr.HP2.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

κουρίζω: (κόρος, κοῦρος) ἀμετάβ., εἶμαι νεανίας, σάκος... ὃ κουρίζων φορέεσκεν Ὀδ. Χ. 185, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 195˙ εἶμαι κοράσιον, ὁ αὐτ. Γ. 666. 2) ἀνδροῦμαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 664. ΙΙ. μεταβ., ἀνατρέφω ἐκ τῆς παιδικῆς ἡλικίας εἰς τὴν ἀνδρικήν, ἄνδρας Ἡσιόδ. Θεογ. 347˙ ἴδ κουρίδιος, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être jeune.
Étymologie: κοῦρος.

English (Autenrieth)

only part., when a young man, Od. 22.185†.

Greek Monolingual

(I)
κουρίζω (Α) κούρος (Ι)]
1. είμαι νέος, νεάζω
2. φωνάζω σαν βρέφος
3. γίνομαι ενήλικος, ανδρώνομαι («ἀλλ' ὅτε κουρίζουσιν ἑὸν σθένος», Οππ.)
4. ανατρέφω κάποιον από την παιδική ηλικία μέχρι να μεγαλώσει
5. μέσ. (κατά τον Ησύχ.) κουρίζομαι
παντρεύομαι.———————— (II)
κουρίζω (Α) κουρά]]
1. (κατά τον Ησύχ.) κουρεύω
2. παθ. κουρίζομαι
(για φυτά) κλαδεύομαι συνεχώς και αναβλαστάνω («παρὰ τούτοις γάρ ἐστιν ἡ κουριζομένη κυπάριττος», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

κουρίζω: (κόρος, κοῦρος), αμτβ.,
I. είμαι νέος, σε Ομήρ. Οδ.
II. μτβ., ανατρέφω από την παιδική ηλικία, σε Ησίοδ.