Κρονίδης

From LSJ
Revision as of 11:10, 19 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρονίδης Medium diacritics: Κρονίδης Low diacritics: Κρονίδης Capitals: ΚΡΟΝΙΔΗΣ
Transliteration A: Kronídēs Transliteration B: Kronidēs Transliteration C: Kronidis Beta Code: *kroni/dhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, Patron.,

   A son of Cronos, i.e. Zeus, Il.1.498, al.; Ζεὺς K. 2.111, al.    II Lacon. Κρονίδαρ, an aged man, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Κρονίδης: ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ συνημμένως Ζεὺς Κρονίδης· πρβλ. Κρονίων, Κρόνος· ― γέρων, γηραλέος ἄνθρωπος, Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils de Cronos, càd Zeus.
Étymologie: Κρόνος.

English (Autenrieth)

son of Cronus, Zeus, often used alone without Ζεύς, Il. 4.5.

Greek Monolingual

Κρονίδης, ὁ (Α)
1. ο γιος του θεού Κρόνου, ο Ζευς («Ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη...» Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. oἱ Κρονίδαι
οι απόγονοι του Κρόνου («Κρονίδαι μάκαρες», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + πατρων. κατάλ. -ίδης (πρβλ. Κεχροπ-ίδης, Κενταυρ-ίδης)].