κρούνωμα

From LSJ
Revision as of 14:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούνωμα Medium diacritics: κρούνωμα Low diacritics: κρούνωμα Capitals: ΚΡΟΥΝΩΜΑ
Transliteration A: kroúnōma Transliteration B: krounōma Transliteration C: kroynoma Beta Code: krou/nwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = κρουνός 2, κ. βρότειον Emp.6.3.

German (Pape)

[Seite 1514] τό, das Hervorgesprudelte, = κρουνός, δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον, die Augen als die Quellen der Thränen, Empedocl. 28.

Greek (Liddell-Scott)

κρούνωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κρουνόω, = κρουνός, Ἐμπεδ. 161.

Greek Monolingual

κρούνωμα, τὸ (Α)
μεγάλη ποσότητα αφθονία («νῆστίς θ' ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επίθημα -ωμα (πρβλ. αέτ-ωμα, κεφάλ-ωμα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρούνωμα -τος, τό [κρουνός] bron; overdr.: κρούνωμα βρότειον bron van het sterfelijke leven Emped. B 6.3.