λαβδακισμός

From LSJ
Revision as of 23:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαβδᾰκισμός Medium diacritics: λαβδακισμός Low diacritics: λαβδακισμός Capitals: ΛΑΒΔΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: labdakismós Transliteration B: labdakismos Transliteration C: lavdakismos Beta Code: labdakismo/s

English (LSJ)

ὁ, lambdacism, lallation (λάμβδα, λάβδα) a defect in pronunciation, Quint.Inst.1.5.32 (pl.), Diom.453 K.

German (Pape)

[Seite 1] ὁ, Lambdazismus, λαμβδακισμός (err.)

French

labdacisme, lambdacisme

Greek Monolingual

ο (Α λαβδακισμός) λαβδακίζω
1. η συχνή χρήση του λ
2. ελαττωματική άρθρωση και προφορά του φθόγγου Λ, ως υγρού —ως γ— ή παχέος —ως διπλού λλ— ή του φθόγγου ρ όπως τα νήπια: νελό αντί νερό.

Russian (Dvoretsky)

λαβδακισμός: ὁ = λαμβδακισμός.