λυγκούριον
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
A v. λυγγούριον.
Greek (Liddell-Scott)
λυγκούριον: λιγκούριον, ἢ λιγγούριον, τό, εἶδος πολυτίμου λίθου· κατά τινας εἶδος ὑπερύθρου ἠλέκτρου («κεχριμπαρίου»), ἀλλὰ πιθανώτερον ὁ παρὰ νεωτέροις ὑάκινθος (ἄλλος ἢ ὁ παρὰ παλαιοῖς (ἴδε τὴν λέξ. ὑάκινθος), Θεοφρ. π. Λίθ. 26, Διοσκ. 2. 100.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ambre fossile.
Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.
Greek Monolingual
λυγκούριον, τὸ (Α)
βλ. λυγγούριον.