λησμονώ

From LSJ
Revision as of 16:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

-έω και -άω και αλησμονώ (Μ λησμονῶ, -έω και ἀλησμονώ) λήσμων
1. ξεχνώ ένα γεγονός ή ένα πράγμα, παύω να θυμάμαι, μού διαφεύγει κάτι («λησμόνησα τη διεύθυνση του σπιτιού σου»)
2. αμελώ ή παραβαίνω ανειλημμένο καθήκον ή υποχρέωση («λησμόνησε πάλι το χρέος του»)
3. απαρνιέμαι κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
1. παθ. λησμονούμαι και -ιέμαι
περιπίπτω σε λήθη, ξεχνιέμαι, εξαλείφομαι από τη μνήμη («τα βάσανα λησμονιούνται, μα ο καλός λόγος δεν λησμονιέται», παροιμ.)
2. μέσ. αφαιρούμαι, χάνω την αίσθηση της πραγματικότητας
3. παροιμ. «ο θεός αργεί, μα δεν αλησμονεί» — η θεία δίκη μπορεί να καθυστερήσει να έλθει, αλλά σίγουρα θα έλθει
μσν.
φρ. «ἀλησμονοῦμαι ἀπὸ τὸ στόμα κάποιου» — παύει να γίνεται λόγος για μένα.