ματώ

From LSJ
Revision as of 11:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

(I)
ματῶ, -άω (Α) μάτη
1. είμαι αργός, οκνηρός, βραδύνω, αμελώ («περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὖργον τόδε», Αισχύλ.)
2. είμαι μάταιος, ανώφελος
3. αποτυγχάνω σε κάτι.
(II)
ματῶ, -έω, αιολ. τ. μάτημι (Α)
(σπάν.τ.) βλ. ματεύω.
(III)
ματῶ, -έω, αιολ. τ. μάτημι (Α)
συνθλίβω, πιέζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ματῶ μπορεί να παραβληθεί ως προς τη μορφή με το ματῶ (II) και με το πατῶ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα mn-tr- «πιέζω, συνθλίβω» (πρβλ. λιθουαν. minu, minti «πιέζω», αρχ. σλαβ. mĭne, meti «συνθλίβω», ιρλδ. men «αλεύρι», γαλατ. mathru «πατώ με τα πόδια»)].