ἀμβλυγώνιος
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
ον,
A obtuse-angled, τρίγωνα Euc.1.28, al.; κωνοειδές, κῶνος, Archim.Con.Sph.Praef.: Subst. -γώνιον, τό, obtuse angle, Plb. 34.6.7.
German (Pape)
[Seite 118] stumpfwinklig, Mathem.; τὸ ἀμβ., der stumpfe Winkel, Pol. 34, 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλῠγώνιος: -ον, ὁ ἔχων ἀμβλείας γωνίας, Πολύβ. 34. 6, 7.
Spanish (DGE)
-ον
geom.
1 obtusángulo τρίγωνον Euc.1Def.21, Str.2.1.34, Poll.4.161
•ἡ ἀμβλυγωνίου κώνου τομά hipérbola Archim.Con.Sph.praef.p.153 passim, Papp.672.23
•τὸ ἀμβλυγώνιον κωνοειδές hiperboloide de revolución Archim.Con.Sph.praef.p.154.
2 obtuso γωνία Hero.Def.41
•subst. τὸ ἀ. ángulo obtuso Plb.34.6.7, Gloss.4.16.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀμβλυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει αμβλεία γωνία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἀμβλυγώνιον
αμβλεία γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -γώνιος < γωνία.