πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
ἀμαυρόβιος, -ον (Α)αυτός που ζει στο σκοτάδι, άσημος, αφανής.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμαυρός + βίος.