ἀμυγδάλη

From LSJ
Revision as of 16:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυγδᾰλη Medium diacritics: ἀμυγδάλη Low diacritics: αμυγδάλη Capitals: ΑΜΥΓΔΑΛΗ
Transliteration A: amygdálē Transliteration B: amygdalē Transliteration C: amygdali Beta Code: a)mugda/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A almond, Phryn.Com.68, Hp.Vict.2.55, Thphr.HP1.11.3, Dsc.1.123, Ath.2.52c.    II kernel of peach-stone, Gp.10.14.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυγδάλη: ἡ, = ἀμύγδαλον, Φρύν. Κωμ. Ἄδηλ. 6, κτλ., ἴδε Ἀθήν. 52C, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
amande.
Étymologie: DELG terme étranger, sans étymologie.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): dór. ἀμυσγέλα SEG 9.32 (Cirene III a.C.)

• Grafía: graf. ἀμιγ- PNess.3.89.24 (VI a.C.)

• Prosodia: [ᾰ-ᾰ-]
bot.
1 almendra fruto del almendro, Phryn.Com.68, Hp.Vict.2.55, Eup.253, Epich.144, Philyll.26, Pherecr.148, Macho 159, Men.Fr.133, Thphr.HP 1.11.3, AP 6.232 (Crin.), Plin.HN 12.36, Plu.2.233a, PNess.3.89.24 (VI a.C.), Dsc.1.123.
2 almendra, semilla del hueso del melocotón Gp.10.14.1.
3 almendro Dsc.1.123, Plin.HN 16.83, Colum.5.10.20.

• Etimología: Palabra de substrato; cf. la variante ἄμικτον en Hsch.s.u. ἄμυκτον.

Greek Monolingual

ἀμυγδάλη, η (Α)
1. αμύγδαλο
2. το κουκούτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. από εβρ. megedēl ή magdiēl «πολύτιμο δώρο απ’ το Θεό». Η λατ. λ. amygdala (και amidula, amyndala, amandula) αποτελεί δάνειο από την Ελληνική. Από τους τύπους της Λατινικής προήλθαν τα γαλλ. amande, γερμ. Mandel, αγγλ. almond, ιταλ. mandorla και βενετ. mandolato «αμυγδαλωτό», από όπου το ελλην. μαντολάτο.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδάλινος, ἀμυγδάλιον, ἀμυγδαλίς, ἀμυγδαλόεις, νεοελλ. αμυγδάλα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμυγδαλοκατάκτης.

Greek Monolingual

η (Α ἀμυγδαλῆ)
το δέντρο αμυγδαλιά
νεοελλ.
1. συνήθως στον πληθ. οι αμυγδαλές
αδένες σχήματος αμυγδάλου στη βάση του ουρανίσκου
2. φρ. «έχω αμυγδαλές», πάσχω από αμυγδαλίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του αμυγδαλέα < αρχ. ἀμυγδάλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυγδαλίτης].

Russian (Dvoretsky)

ἀμυγδάλη: ἡ Plut. = ἀμύγδαλον.