ἀντιθήγω

From LSJ
Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιθήγω Medium diacritics: ἀντιθήγω Low diacritics: αντιθήγω Capitals: ΑΝΤΙΘΗΓΩ
Transliteration A: antithḗgō Transliteration B: antithēgō Transliteration C: antithigo Beta Code: a)ntiqh/gw

English (LSJ)

   A whet against another, ὀδόντας ἐπί τινα Luc.Par.51.

German (Pape)

[Seite 252] dagegen wetzen, Luc. paras. 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιθήγω: ἀντακονίζω, ἀκονίζω ἐναντίον ἀκονίζοντος, ἀλλὰ κἂν ἐπ’ αὐτὸν ὁ σῦς τὸν ὀδόντα θήγῃ, καὶ ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει Λουκ. Παράσ. 51.

French (Bailly abrégé)

exciter contre ou à son tour.
Étymologie: ἀντί, θήγω.

Spanish (DGE)

afilar a su vez ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει (τὸν ὀδόντα) Luc.Par.51.

Greek Monolingual

ἀντιθήγω (Α)
ακονίζω κι εγώ τα δόντια μου εναντίον αυτού που ακονίζει τα δικά του εναντίον μου.

Greek Monotonic

ἀντιθήγω: μέλ. -ξω, ακονίζω πάνω σε κάτι, ὀδόντας ἐπί τινα, σε Λουκ.