ἀντιφατικός
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ή, όν, in Logic,
A contradictory, only in Adv. -κῶς Arist.Int.17b17, 22a34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφᾰτικός: -ή, -όν, ἐν τῇ λογικῇ ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστ. π. Ἑρμ. 7. 6, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 7, 6 καὶ 13, κ. ἀλλ.: πρβλ. ἀντίκειμαι.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
lóg.
1 contradictorio de proposiciones, Alex.Aphr.in Top.580.16.
2 adv. -ῶς de forma contradictoria Arist.Int.17b17, 22a34.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀντιφατικός, -ή, -όν) αντιφάσκω
1. αυτός που περιέχει αντίφαση
2. «αντιφατικές προτάσεις» — δύο κατηγορικές προτάσεις οι οποίες μολονότι σχηματίζονται από τους ίδιους όρους αντίκεινται θεμελιωδώς η μία προς την άλλη
νεοελλ.
(για ανθρώπους) αυτός που μιλάει με αντιφάσεις ή που οι πράξεις του δεν συμφωνούν με τα λόγια του.