ἀπρόσοδος

From LSJ
Revision as of 11:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσοδος Medium diacritics: ἀπρόσοδος Low diacritics: απρόσοδος Capitals: ΑΠΡΟΣΟΔΟΣ
Transliteration A: aprósodos Transliteration B: aprosodos Transliteration C: aprosodos Beta Code: a)pro/sodos

English (LSJ)

ον,

   A without approach, inaccessible, βίος Phryn.Com. 18; ὄρη Procop.Goth.4.16.    II not yielding a return, unproductive, Phld. Oec.p.35J.

German (Pape)

[Seite 339] ohne Zugang, unzugänglich, βίος Phryn. com. in B. A. 344 u. 25, ᾡ οὐδεὶς πρόσεισι; auch Sp. wie Procop. 2, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσοδος: -ον, ὃν οὐδεὶς πλησιάζει, «ἀπρόσοδος βίος, ὃν οὐδεὶς πρόσεισιν, ἀλλ’ ἔρημος» Α. Β. 25, 10· ἀπρόσιτος, «ζῶ δὲ Τίμωνος βίον, ὀξύθυμον, ἀπρόσοδον, ἀγέλαστον» κτλ., Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. insociable, inaccesible βίος Phryn.Com.19.
2 de lugares inaccesible abs. ὄρη Procop.Goth.4.16.21
c. dat. o giro c. prep. τοῖς πολεμίοις Procop.Goth.2.23.7, ἐκ θαλάσσης Procop.Pers.2.17.18, πρὸς ἡμᾶς Sch.A.R.1.660.
II improductivo τὰ προσοδικὰ καὶ ἀπρόσοδα ταῦτ' ἔλεγεν Phld.Oec.35, (ἱερωσύνη) BCH 83.1959.363.25 (Tasos I a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόσοδος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν αποφέρει εισόδημα, ή κέρδος
αρχ.-μσν.
ο απρόσιτος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπρόσοδον
η μη παροχή προσόδων.