αρτηρία
Greek Monolingual
η (AM ἀρτηρία)
όνομα των αιμοφόρων αγγείων που μεταφέρουν το αίμα από τη δεξιά κοιλία της καρδιάς στους πνεύμονες και από την αριστερή κοιλία σε όλα τα μέρη του σώματος
νεοελλ.
μεγάλη συγκοινωνιακή οδός
αρχ.
1. η «τραχεία»
2. η αορτή
3. πληθ. ουρητήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αερτηρ-ία, με συναίρεση. Η λ. αρτηρία, όπως και η σημασιολογικά παράλληλη αορτή, ανάγεται στο ρ. αείρω (ΙΙ) «συνάπτω, συνδέω». Αποτελεί δηλ. μετονοματικό παράγωγο της λ. αρτήρ, το οποίο ακολουθεί τον σχηματισμό των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών σε -ία. Η λ. αρτηρία ανήκει ειδικότερα στις λέξεις που δηλώνουν μέρη του σώματος και οι οποίες συνιστούν μία ομάδα συγκεκριμένων ουσιαστικών με επίθημα -ία και ίη (πρβλ. καρδία, κοιλία, λευκανίη).
ΠΑΡ. αρτηριακός, αρχ. αρτηριώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρτηριοτομώ
νεοελλ.
αρτηριεκτοπία, αρτηριοποιώ, αρτηριοσκλήρωση].