αρτηρία

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀρτηρία)
όνομα των αιμοφόρων αγγείων που μεταφέρουν το αίμα από τη δεξιά κοιλία της καρδιάς στους πνεύμονες και από την αριστερή κοιλία σε όλα τα μέρη του σώματος
νεοελλ.
μεγάλη συγκοινωνιακή οδός
αρχ.
1. η «τραχεία»
2. η αορτή
3. πληθ. ουρητήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αερτηρ-ία, με συναίρεση. Η λ. αρτηρία, όπως και η σημασιολογικά παράλληλη αορτή, ανάγεται στο ρ. αείρω (ΙΙ) «συνάπτω, συνδέω». Αποτελεί δηλ. μετονοματικό παράγωγο της λ. αρτήρ, το οποίο ακολουθεί τον σχηματισμό των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών σε -ία. Η λ. αρτηρία ανήκει ειδικότερα στις λέξεις που δηλώνουν μέρη του σώματος και οι οποίες συνιστούν μία ομάδα συγκεκριμένων ουσιαστικών με επίθημα -ία και ίη (πρβλ. καρδία, κοιλία, λευκανίη).
ΠΑΡ. αρτηριακός, αρχ. αρτηριώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρτηριοτομώ
νεοελλ.
αρτηριεκτοπία, αρτηριοποιώ, αρτηριοσκλήρωση].