ατέω
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
Greek Monolingual
ἀτέω (Α)
1. αψηφώ, περιφρονώ
2. φρ. «Μουσέων ἀτέει» — διαπράττει αμάρτημα σε βάρος των Μουσών
3. (μτχ.) ἀτέων
παράφορος, εκτός εαυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Χρησιμοποιείται η μτχ. του ρ. (ατέοντα στον Όμηρο και ατέοντες στον Ηρόδοτο), ενώ στον Καλλίμαχο μαρτυρείται και οριστική ατέει. Η ετυμολόγηση του τ. ως μετονοματικού παραγώγου του ᾱτη προκαλεί, λόγω του αρχικού α του ατέω, δυσχέρειες, που, κατά μία άποψη, μπορούν να αρθούν αν ο ομηρικός τ. ατέοντα διαβαστεί με συνίζηση του -εο- ως ᾱτέοντα ή α(F)ατέοντα. 'Αλλοι συνδέουν τη λ. με τον τ. ατη του Αρχιλόχου, που πιθ. αποτελεί μεταγενέστερη διόρθωση ή εσφαλμένο τ. (πρβλ. ατάσθαλος, άτη), ενώ ο συσχετισμός με το ρ. ατύζω «τρομάζω, καταπλήσσω» δεν δικαιολογείται σημασιολογικά].