αυθαίρετος
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αύθαίρετος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται αυθαίρετα, χωρίς να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ.
2. το ουδ. ως ουσ. τα αυθαίρετα
οικοδομές που έγιναν χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή
αρχ.
1. αυτοεκλεγμένος, αυτοδιορισμένος
2. αυτός που ενεργεί εκούσια, με τη θέλησή του
3. (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη εκλογή ή βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + αιρετός < αιρώ].