ἀχάρακτος
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
English (LSJ)
[χᾰ], ον,
A not marked or branded, κάμηλος BGU13.8 (iii A. D.); not stamped, Ath.Mitt.33.384 (Pergam.); of ships, without emblem or figurehead, PLille22.6; not graven or cut, Nonn.D. 13.84; that cannot be cut, σιδήρῳ γυῖα ἀ. ib.16.158, cf. 26.242.
German (Pape)
[Seite 417] nicht eingeschnitten, nicht ausgeprägt, ὀπωπή Nonn. Ioan. 9, 5; ὑπήνη D. 13, 84.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχάρακτος: -ον, ὁ μὴ κεχαραγμένος, Νόνν. Δ. 13. 84., 16. 158, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no marcado a fuego κάμηλος, πῶλος Stud.Pal.22.17.9 (I/II d.C.), BGU 13.8 (III d.C.), cf. Nonn.D.2.406
•gener. no marcado ἀχάρακτον ... ῥόον ὁπλαῖς curso de agua no marcado por los cascos de los caballos, Nonn.D.39.13, por dardos o flechas δέμας Nonn.D.13.497
•esp. sin la marca de la barba, lampiño de mozos ἀχάρακτα γενειάδος ἄκρα Nonn.D.25.324, ὑπήνη Nonn.D.13.84, 45.121.
2 de rasgos no definidos, indefinido, informe de la piedra de Crono, Nonn.D.25.554, κρηπίς de una cueva, Nonn.D.17.41, de la sombra que sigue al hombre, Nonn.D.29.170.
II que no puede ser marcado o tocado εἰ δὲ σιδήρῳ γυῖα φέρεις ἀχάρακτα Nonn.D.16.158, cf. 36.39.
Greek Monolingual
και αχάραχτος και αχάραγος, -η, -ο (AM ἀχάρακτος, -ον)
1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαραχτεί
2. εκείνος που δεν έχει διακριτικά σημάδια χαραγμένα επάνω του
3. (για άστρο ή την ημέρα) αυτός ο οποίος δεν έχει χαράξει, που δεν υποφώσκει ακόμη («ἀχάρακτος ἀστήρ», «αχάραγη μέρα»)
αρχ.
1. (για πλοίο) χωρίς ζωγραφισμένες ή γλυπτές μορφές στην πλώρη
2. άτρωτος από σίδερο
νεοελλ.
(το ουδ. ως επίρρ.) αχάραγα
πριν χαράξει, πριν ξημερώσει.