βρώμη
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ἡ, (βιβρώσκω)
A = βρῶμα, Od.10.460, Nic.Al.499, A.R.3.1058, Opp.C.2.352.
German (Pape)
[Seite 467] ἡ, Speise, Hom. fünfmal, Odyss. 10, 177. 379. 460. 12, 23. 302. – Sp. D., z. B. Opp. Cyn. 2, 352.
Greek (Liddell-Scott)
βρώμη: ἡ, (βιβρώσκω) = βρῶμα, τροφή, Ὀδ. Κ. 460, Ὀππ. Κ. 2. 352.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
nourriture.
Étymologie: βιβρώσκω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
comida μνησόμεθα βρώμης Od.10.177, cf. h.Cer.394, τὴν κοιλίην ἐλινύειν ἐκ πλήθεος βρώμης Hp.Acut.47, καρχάλεοι κύνες ὥς τε περὶ βρώμης A.R.3.1058, cf. Q.S.8.389, 10.20, Marc.Sid.53, op. la bebida ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον Od.10.460, 12.23, 302, op. ποτής Od.10.379, cf. Nic.Al.499, Opp.C.2.352.
Greek Monolingual
(I)
βρώμη, η (Α) βιβρώσκω
το βρώμα, η τροφή.———————— (II)
η
βλ. βρόμη.