βρώμη

From LSJ
Revision as of 21:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρώμη Medium diacritics: βρώμη Low diacritics: βρώμη Capitals: ΒΡΩΜΗ
Transliteration A: brṓmē Transliteration B: brōmē Transliteration C: vromi Beta Code: brw/mh

English (LSJ)

, (βιβρώσκω)

   A = βρῶμα, Od.10.460, Nic.Al.499, A.R.3.1058, Opp.C.2.352.

German (Pape)

[Seite 467] ἡ, Speise, Hom. fünfmal, Odyss. 10, 177. 379. 460. 12, 23. 302. – Sp. D., z. B. Opp. Cyn. 2, 352.

Greek (Liddell-Scott)

βρώμη: ἡ, (βιβρώσκω) = βρῶμα, τροφή, Ὀδ. Κ. 460, Ὀππ. Κ. 2. 352.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nourriture.
Étymologie: βιβρώσκω.

English (Autenrieth)

ης (βιβρώσκω): food. (Od.)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
comida μνησόμεθα βρώμης Od.10.177, cf. h.Cer.394, τὴν κοιλίην ἐλινύειν ἐκ πλήθεος βρώμης Hp.Acut.47, καρχάλεοι κύνες ὥς τε περὶ βρώμης A.R.3.1058, cf. Q.S.8.389, 10.20, Marc.Sid.53, op. la bebida ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον Od.10.460, 12.23, 302, op. ποτής Od.10.379, cf. Nic.Al.499, Opp.C.2.352.

Greek Monolingual

(I)
βρώμη, η (Α) βιβρώσκω
το βρώμα, η τροφή.———————— (II)
η
βλ. βρόμη.

Greek Monotonic

βρώμη: ἡ (βι-βρώσκω) = βρῶμα, φαγητό, σε Ομήρ. Οδ.