δεκακυμία

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκακῡμία Medium diacritics: δεκακυμία Low diacritics: δεκακυμία Capitals: ΔΕΚΑΚΥΜΙΑ
Transliteration A: dekakymía Transliteration B: dekakymia Transliteration C: dekakymia Beta Code: dekakumi/a

English (LSJ)

ἡ, (κῦμα)

   A tenth (i.e. overwhelming) wave, Luc.Merc.Cond.2.

German (Pape)

[Seite 542] ἡ, (zehnfach) starke Fluth, fluctus decumanus, Luc. Merc. cond. 2.

Greek (Liddell-Scott)

δεκακῡμία: ἡ, (κῦμα) δέκα ἀλλεπάλληλα κύματα, τὸ δέκατον (δηλ. κατακαλύπτον) κῦμα, φοβερὰ τρικυμία (fluctus decumanus), Λουκ. Μισθ. συν. 2· πρβλ. τρικυμία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la dixième vague, càd vague énorme (lat. fluctus decumanus).
Étymologie: δέκα, κῦμα.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
grupo de diez olas, e.e. ola monstruosa metáf. de grandes desgracias, por hipérbole sobre τρικυμία q.u. Luc.Merc.Cond.2.

Greek Monolingual

δεκακυμία, η (Α)
φοβερό κύμα.

Greek Monotonic

δεκακῡμία: ἡ (κῦμα), δέκατο (δηλ. αυτό που υπερκαλύπτει τα πάντα) κύμα, δέκα αλλεπάλληλα κύματα, τρικυμία, Λατ. fluctus decumanus, σε Λουκ.· πρβλ. τρικυμία.