ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Full diacritics: διεισδύω | Medium diacritics: διεισδύω | Low diacritics: διεισδύω | Capitals: ΔΙΕΙΣΔΥΩ |
Transliteration A: dieisdýō | Transliteration B: dieisdyō | Transliteration C: dieisdyo | Beta Code: dieisdu/w |
v. διεισδύνω.
(Α διεισδύω και διεισδύνω) εισδύω
εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας το
νεοελλ.
1. κρύβομαι, τρυπώνω
2. εμβαθύνω.