διδράσκω

From LSJ
Revision as of 22:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διδράσκω Medium diacritics: διδράσκω Low diacritics: διδράσκω Capitals: ΔΙΔΡΑΣΚΩ
Transliteration A: didráskō Transliteration B: didraskō Transliteration C: didrasko Beta Code: didra/skw

English (LSJ)

   A run away, Hsch.: pf., δέδρᾱκα τοῦ καπηλείου Eun.Hist. p.255 D.: aor. imper. δράντων prob. l. in Tab.Defix.Aud.26 (Crete, iii B. C.); part. δράσαντα POxy.1423.6 (iv A. D.); but mostly found in compds., esp. ἀπο-.

Greek (Liddell-Scott)

διδράσκω: εὑρισκόμενον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, συναπο-, δια-, ἐκ-διδράσκω, πλὴν ὅτι ὁ Ἡσύχ. ἔχει «διδράσκων· φεύγων». (Κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τῆς √ΔΡΑ, ἐξ ἧς ἀποδρᾶναι, δρασμός, ἄδραστος, δρᾱπέτης· πρβλ. Σανσκρ. drâ, drâmi (fugio), ap- adram (ἀπέδραν)· τὰ δρᾰμεῖν, δρόμος, κτλ., παράγονται πιθανῶς ἐκ συγγενοῦς ῥίζης, Κούρτ. ἀρ. 275).

French (Bailly abrégé)

s’éloigner en courant.
Étymologie: DELG apparenté à δραμεῖν.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. δράσαντα POxy.1423.6 (IV d.C.); perf. ind. δέδρακα Eun.Hist.62.2]
huir, escapar λέγων ὅτι μὴ μέλλοι διδράσκειν Socr.Ep.16.1, ἐὰν δὲ ἀργήσῃ ἡ παιδίσκη Σωτηρὶς ἢ δράσῃ [ἢ ἀ] σθενήσῃ Stud.Pal.22.36.13 (II d.C.), ἐπιτρέπω δοῦλόν μου Μάγνον ... δράσαντα ... ἀγαγεῖν POxy.l.c., cf. Hsch.s.u. διδράσκων, δ 2315
c. gen. δεδρακότες τοῦ καπηλείου Eun.l.c.

• Etimología: Pres. red. de *dreH2-, tema que da lugar a ai. drāti y, en grado ø *drH-, a ai. drutá-, gót. trudan.

Greek Monolingual

διδράσκω (Α)
δραπετεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι διδράσκω, δρόμος, άδραστος, δραπέτης απαρτίζουν ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται πιθ. σε αρχική IΕ ρίζα der- «τρέχω». Υποστηρίζεται ότι η μηδενισμένη μορφή της ρίζας (παρεκτεταμένη με -e∂2-: dr-e∂2- >) drā- απαντά στον αθέματο αναδιπλασιασμένο ενεστώτα δι-δρᾱ-σκ-ω με επίθημα -σκ- και στον αόρ. έ-δρᾱ-ν (πρβλ. και δρασμός, άδραστος). Ο αόρ. έδραμον, δραμείν, ως ενεστώτας του οποίου λειτουργεί το τρέχω, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα drm- της ρίζας dr-em (μηδενισμένη μορφή της der-, παρεκτεταμένη σε -em-), η οποία λειτουργεί ως απαθής, ο δε τ. δρόμος < drom- σε ετεροιωμένη βαθμίδα της drem-. Τέλος, στον ενεστώτα δρασκάζω απαντά και δεύτερο επίθημα -αζ-].

Greek Monotonic

διδράσκω: ξεφεύγω, δραπετεύω (αναδιπλ. από √ΔΡΑ, από όπου τα σύνθ. ἀπο-δρᾶναι κ.λπ.).