δροσόεις
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
εσσα, εν,
A dewy, Sapph.Supp.24.12, etc.; πεδία A.R. 1.1282, cf. Coluth.343; shedding dew, Σελήνη Nonn.D.40.376; fresh, λουτρά E.Tr.833; χείλεα AP5.269 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 668] εσσα, εν, = δροσερός; λουτρά, Eur. Tr. 833; πεδία, Ap. Rh. 1, 1282; ῥόδα, Theocr. ep. 1, 1; auch übertr., χείλεα, zart, Paul. Sil. 17 (V, 270).
Greek (Liddell-Scott)
δροσόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ δροσερός, Εὐρ. Τρῳ. 833, κτλ.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
1 cubierto de rocío δροσόεντας ὄχθοις ἴδην contemplar las riberas cubiertas de rocío Sapph.95.12, cf. 71.8, Simon.14.52.5, τὰ ῥόδα Theoc.Ep.1.1, πεδίον Colluth.343, Triph.154, νέφεα Orac.Sib.1.15, κάμπη Nic.Th.88, καρπός Nonn.D.3.141, fig. χείλεα ... δροσόεντα AP 5.270.7 (Paul.Sil.)
•fresco τὰ ... σὰ δροσόεντα λουτρά E.Tr.833.
2 que produce rocío, que cubre de rocío Σιμόεις Triph.316, Σελήνη Nonn.D.40.376.
Greek Monolingual
δροσόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. δροσερός, γεμάτος δροσιά
2. αυτός που σκορπίζει δροσιά
3. τρυφερός, απαλός, μαλακός.
Greek Monotonic
δροσόεις: -εσσα, -εν, = δροσερός, σε Ευρ.