ἐγκαταπλέκω

From LSJ
Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταπλέκω Medium diacritics: ἐγκαταπλέκω Low diacritics: εγκαταπλέκω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: enkataplékō Transliteration B: enkataplekō Transliteration C: egkatapleko Beta Code: e)gkataple/kw

English (LSJ)

   A interweave, entwine, ἀκάνθας δι' ἀλλήλων Plu.2.494a:—Pass., X.Cyn.9.12.

German (Pape)

[Seite 706] einflechten, einfügen; Xen. Cyn. 9, 12 u. Sp., wie Plut. sol. an. 35 p. 200, καὶ συνείρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταπλέκω: μέλλ. -πλέξω, ἐνυφαίνω, συμπλέκω, περιπλέκω, Ξεν. Κυν. 9. 12.

French (Bailly abrégé)

entrelacer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, καταπλέκω.

Spanish (DGE)

entrelazar, entramar τὰς ἀκάνθας ... δι' ἀλλήλων Plu.2.494a, τὰς τῆς βελόνης ἀκίδας ... τὰς μὲν εὐθείας τὰς δὲ πλαγίας Plu.2.983c, τὸ ῥάμμα, ᾧ τὸν στήμονα ἐγκαταπλέκουσι Hsch.α 7271, en v. pas. χρὴ δὲ εἶναι ... ἧλους ... ξυλίνους ἐγκαταπεπλεγμένους ἐν τῷ πλοκάνῳ es necesario que los clavos sean de madera, entrelazados en la cuerda trenzada X.Cyn.9.12
fig., en el discurso entremezclar, combinar ὀνόματα D.H.Comp.12.8, τὰς παραινέσεις Lib.Sent.2.2.

Greek Monolingual

ἐγκαταπλέκω (Α)
συμπλέκω, ενυφαίνω.

Greek Monotonic

ἐγκαταπλέκω: μέλ. -πλέξω, συμπλέκω, αναμειγνύω, ανακατεύω, σε Ξεν.