εθνικότητα
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
Greek Monolingual
η
1. καταγωγή από ένα έθνος, ιθαγένεια, υπηκοότητα
2. η εθνική υπόσταση, η ιδέα του έθνους
3. το σύνολο τών ατόμων που κατοικούν σε ξένη χώρα και ανήκουν στο ίδιο έθνος, η μειονότητα («τα δικαιώματα τών εθνικοτήτων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. nationalite). Η λ. εθνικότης μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].