ἐμπροσθότονος

From LSJ
Revision as of 14:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπροσθότονος Medium diacritics: ἐμπροσθότονος Low diacritics: εμπροσθότονος Capitals: ΕΜΠΡΟΣΘΟΤΟΝΟΣ
Transliteration A: emprosthótonos Transliteration B: emprosthotonos Transliteration C: emprosthotonos Beta Code: e)mprosqo/tonos

English (LSJ)

ον,

   A drawn forwards and stiffened, opp. ὀπισθότονος, Aret.SA1.6.

German (Pape)

[Seite 818] nach vorn gespannt, bes. von der krampfhaften Spannung des Nackens nach vorn, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπροσθότονος: -ον, ἐπὶ τετάνου, ὁ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἔχων τὴν ἀνάκλισιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀπισθότονος, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6, πρβλ. Foes Oec. Ἱππ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ medic. emprostótonos, espasmo tetánico hacia delante, procurvación tetánica ὅταν ... εἰς τὸ πρόσω τείνηται τὰ μόρια τοῦ σώματος, ἐ. Gal.7.641, cf. 8.173, Cael.Aur.CP 3.65, Paul.Aeg.3.20.1, Steph.in Hp.Aph.2.350.2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἐμπροσθότονος, -ον)
αυτός που πάσχει από εμπροσθοτονία, που έχει ανάκλιση και καμπύλωση του σώματος προς τα εμπρόςεμπροσθότονος καμπύλη» — σύσπαση τών καμπτήρων μυών του κορμού, στην οποία το σώμα κάμπτεται προς τα εμπρός).