εξαναγκάζω
Greek Monolingual
(AM ἐξαναγκάζω)
επιβάλλω, υποχρεώνω, αναγκάζω με σωματική ή ψυχολογική βία, καταναγκάζω
α. «η επιμονή του μέ εξανάγκασε να δεχθώ» β. «μήν τηνε ξαναγκάσουσι κι ένα μαχαίρι πιάσει και μπήξει το μες στην καρδιά», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. προκαλώ την έξοδο
2. διώχνω, ξεριζώνω, εξαλείφω («τὴν ἀργίαν δὲ πληγαῖς ἐξαναγκάζουσιν» — διώχνουν την αργία, την οκνηρία, με σωματική βία, με χτυπήματα, Ξεν.).