εξουσιάζω

From LSJ
Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

(AM ἐξουσιάζω)
έχω ή ασκώ εξουσία («τὴν χώραν ἐξουσιάζω», «ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν»)
2. έχω την κυριότητα («το αμπέλι να το εξουσιάζει», «ἐξουσιάζει τοῦ μνήματος»)
νεοελλ.
φρ. «εξουσιάζω τον εαυτό μου» — είμαι αυτεξούσιος, δεν υφίσταμαι την κυριαρχία ή την επίδραση κανενός
μσν.
επικρατώ, κυριαρχώ.