εξωτερίκευση

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek Monolingual

η
έκφραση, φανέρωσηεξωτερίκευση σκέψεων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ., εξωτερίκευσις (< εξωτερικεύω) μαρτυρείται από το 1859 στον Παναγ. Χιώτη. Πρόκειται για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. exteriorization < exteriorize «εξωτερικεύω»)].