ἐπαύλιον
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
English (LSJ)
τό, Dim. of sq. 2, SIG344.98 (Teos, iv B.C.), OGI765.13 (Priene), Call.Fr.131.4, Plb.4.4.1, Plu.2.508d, Alciphr. Fr.6.4. II τὰ ἐπαύλια or ἡ ἐπαυλία (sc. ἡμέρα) the day after the wedding, Id.3.49, Poll.3.39, Hsch., Suid.; also, presents given to the bride, Poll. l.c. III ἐπαύλιος· ἡ τῆς αὐλῆς ὁδός, Suid., Zonar.
German (Pape)
[Seite 906] τό, dim. zu ἔπα υλις, – 1) kleines Landgut; Aesch. ep. 9; Pol. 4, 4, 1; Plut. Mar. 35 u. öfter; Agath. 37 (VI, 791. – 2) τὰ ἐπαύλια, VLL., Alciphr. 3, 49, bei Hesych. auch ἡ ἐπαυλία, der Tag nach der Hochzeit, an dem die Braut zum ersten Male in dem Hause des Bräutigams schlief. ἔπαυλις, εως, ἡ, ein Landgut, Sp., wie Plut. Pomp. 24 Poplic. 5; D. Sic. 12, 43; Ath. V, 215 a; Meierei u. übh. = ἔπαυλος; von den Ställen des Augias, Schol. Il. 2, 629; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν Pol. 5, 35, 13; τὴν ἔπαυλιν ποιεῖσθαι ἐπὶ τῇ τῶν ἐναντίων στρατοπεδείᾳ, sein Lager aufschlagen, sein Quartier nehmen, id. 16, 15, 5, wie Plat. Alc. II, 149 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαύλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Καλλ. Ἀποσπ. 131. 4 (Σουΐδ. ἐν λ.), Πολύβ. 4. 4, 1, κτλ. ΙΙ. τὰ ἐπαύλια ἢ ἡ ἐπαυλία (ἐνν. ἡμέρα), ἡ μετὰ τὸν γάμον ἡμέρα, Λατ. nepotia, Ἀλκίφρων 3. 4, Πολυδ. Γ΄, 39· «ἐπαύλια (-ία)· ἡ δευτέρα τῶν γάμων ἡμέρα οὕτως καλεῖται, ἐν ᾗ κομίζουσι δῶρα οἱ οἰκεῖοι τῷ γεγαμηκότι καὶ τῇ νύμφῃ» Ἡσύχ. 2) τὰ ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ τοῖς νεονύμφοις προσφερόμενα δῶρα, L. Deubner Arch. Fabrbuch XVI (1900) σ. 144 - 154· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 489, καὶ πρβλ. ἀπαύλια, προαύλια.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit bien de campagne.
Étymologie: dim. de ἔπαυλις.
Greek Monolingual
ἐπαύλιον, το (Α) έπαυλις
1. μικρή έπαυλη
2. (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) τὰ ἐπαύλια ή ἡ ἐπαυλία
α) η επόμενη ημέρα του γάμου
β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη ημέρα του γάμου.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαύλιον: ου τό небольшое имение Aeschin., Polyb., Plut., Anth.