ἐπιμοίριος

From LSJ
Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμοίριος Medium diacritics: ἐπιμοίριος Low diacritics: επιμοίριος Capitals: ΕΠΙΜΟΙΡΙΟΣ
Transliteration A: epimoírios Transliteration B: epimoirios Transliteration C: epimoirios Beta Code: e)pimoi/rios

English (LSJ)

ον,

   A fated, νήματα AP7.504 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 964] νήματα, des Schicksals Faden, Leon. Tar. 93 (VII, 504).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμοίριος: -ον, (μοῖρα) εἰς τὴν μοῖραν ἀνήκων, μοιραῖος, νήματα Ἀνθ. Π. 7. 504.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du destin, fatal.
Étymologie: ἐπί, μοῖρα.

Greek Monolingual

ἐπιμοίριος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει στη μοίρα, που καθορίζεται από τη μοίρα, ο μοιραίος.

Greek Monotonic

ἐπιμοίριος: -ον (μοῖρα), μοιραίος, σε Ανθ.