ἐπιπόθητος

Revision as of 18:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A longed for, desired, Ep.Phil.4.1; missed, found wanting, ὅρκοι App.Hisp.43.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόθητος: -ον, ποθητός, ἐπιθυμητός, Ἀππ. Ἰβηρ. 43, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. δ΄, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
désiré, regretté.
Étymologie: ἐπιποθέω.

English (Strong)

from ἐπί and a derivative of the latter part of ἐπιποθέω; yearned upon, i.e. greatly loved: longed for.

English (Thayer)

ἐπιποθητον, longed for: Clement of Rome, 1 Corinthians 65,1 [ET]; the Epistle of Barnabas 1,3 [ET]); Appendix Hisp. 43; Eustathius; (cf. Winer's Grammar, § 34,3).)

Greek Monolingual

ἐπιπόθητος, -ον (AM) επιποθώ
μσν.
(για πράγμ.) αρεστός, λαχταριστός («ὁ ἐπιπόθητος ὄντως οὗτος ἰχθύς», Ευστ.)
αρχ.
1. περιπόθητος, επιθυμητός, αγαπημένος
2. ανεκπλήρωτος, αυτός που ποθεί κάποιος επειδή δεν πραγματοποιήθηκε.
επίρρ...
ἐπιποθήτως
με πόθο, με επιθυμία.

Greek Monotonic

ἐπιπόθητος: -ον, επιθυμητός, ποθητός, σε Καινή Διαθήκη