ἐπιρραπίζω
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
A smite, τινὰ κατὰ κόρρης Aristaenet.1.4; ἐ. τὸ πῦρ beat it out, D.H.1.59. 2. metaph., rebuke, Diog.Bab.Stoic.3.221 (Pass.), Sosicr. ap. Ath.10.422c, Herm.in Phdr.p.85A. 3. Pass., to be checked, of motion, Olymp.in Mete.24.20.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρᾰπίζω: ῥαπίζω, κτυπῶ, τινὰ κατὰ κόρρης Ἀρισταίν. 1. 4· ἐπ. τὸ πῦρ (ἴσως ἐπιρραντίζειν) Διον. Ἁλ. 1. 59. 2) μεταφ., ἐπιπλήττω, Ἀθήν. 168F, 422C.
Greek Monolingual
ἐπιρραπίζω (AM) ραπίζω
ραπίζω, χτυπώ με ραβδί
μσν.
στηλιτεύω, χτυπώ
αρχ.
1. «ἐπιρραπίζω τὸ πῡρ» — σβήνω τη φωτιά με ραβδισμούς
2. μτφ. επιπλήττω, ονειδίζω («ἐπερράπισε Δημήτριον τὸν Φαληρέα σὺν τῇ πήρᾳ τῶν ἄρτων», Αθήν.)
3. χτυπώ με ειρωνεία, ειρωνεύομαι
4. παθ. (για κίνηση) αναστέλλομαι.