ἐσχάρινθον
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
τό, a dance at Sparta, Poll.4.104.
Greek Monolingual
ἐσχάρινθον, τὸ (Α)
σπαρτιατικός χορός, πιθ. από το όνομα του αυλητή που τον επινόησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].