ευπορία

From LSJ
Revision as of 22:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπορία) εύπορος
το να υπάρχει επάρκεια ή αφθονία πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική ευμάρεια
νεοελλ.-μσν.
η εξασφάλιση σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας ευεργέτημα»)
μσν.-αρχ.
η ευκολία να βρει κάποιος κάτι, το να υπάρχει κάτι σε αρκετή ποσότητα (α. «εὐκαιρία ῥοδομέλιτος» β. «εὐπορία χρημάτων»)
αρχ.
1. ευκολία, ευχέρεια να κάνει κάποιος κάτιεὐπορία ἦν ἡμῖν ποιεῑσθαι»)
2. λύση αποριών και αμφιβολιών, άρση τών δυσκολιών στην κατανόηση κάποιου θέματος
3. φρ. α) «ἡ παρ' ἀλλήλων εὐπορία» — η αμοιβαία βοήθεια
β) «ἀρουραία εὐπορία» — γεωργικός πλούτος.